- υποπίμπλημι
- Α1. γεμίζω κάτι σε μικρό βαθμό2. μτφ. (σχετικά με αισθήματα και διαθέσεις) επιβάλλω σταδιακά ή υποβάλλω («ἐλπίδος ύπέπλησε τὸν στρατόν», Φιλόστρ.)3. παθ. ὑποπίμπλαμαια) (αμτβ.) γεμίζω («ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων», Λουκιαν.)β) καλύπτομαι από κάτι («πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος», Πλάτ.)γ) (για γυναίκα) μένω έγκυος4. φρ. «τέκνων ὑποπίμπλαμαι»(για γυναίκα) αποκτώ πολλά παιδιά (Ηροδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + πίμπλημι «γεμίζω, πληρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.